- ῥοητόκος
- ῥοητόκος, ον,A producing streams, Jo.Gaz.Ecphr.2.311.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροητόκος — ον, Α αυτός που γεννά, που προκαλεί τη ροή τών νερών στους χειμάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοή + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παιδο τόκος] … Dictionary of Greek
ῥοητόκον — ῥοητόκος producing streams masc/fem acc sg ῥοητόκος producing streams neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)